- ἀκαλαρρείταο
- ἀκαλαρρείτᾱο , ἀκαλαρρείτηςsoft-flowingmasc gen sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ACALARITES — fluvii nomen apud Eustath. in Il. Homer. certe Iliad. η epitheton Oceani facit: Ε᾿ξ ἀκαλαῤῥείταο βαθυῤῥόου Ω᾿κεανοῖο. i. e.; Η῾σύχως καὶ πράως ῥέοντος, inquit ibidem Scholiastes, nam ἀκαλὸν, ἥςυχεν, i. e. quietum, significat. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek